πολυπλοειδής

πολυπλοειδής
-ές, Ν
βιολ. χαρακτηρισμός τού ζωικού ή φυτικού κυτταρικού πυρήνα στον οποίο ο αριθμός χρωματοσωμάτων έχει πολλαπλασιαστεί κατά n φορές, όπου n ο αριθμός χρωματοσωμάτων τού γενώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyploid < πολυ-* + ρίζα pl- (πρβλ. α-πλ-ός*) + -(ο)ειδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυπλοειδία — η, Ν [πολυπλοειδής] βιολ. η κατάσταση τών σωματικών κυττάρων, ιστών ή ατόμων, τα οποία έχουν χρωμοσωμικό αριθμό πολλαπλάσιο τού απλοειδούς (n) ανώτερο τού 2, σε είδη όπου η διπλοειδία είναι φυσιολογική κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”